λογχοειδής — like a spear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογχοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με λόγχη: Λογχοειδής απολήξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογχοειδές — λογχοειδής like a spear masc/fem voc sg λογχοειδής like a spear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαϊλαρδία — (gaillardia). Γένος ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, με περίπου 12 καλλωπιστικά είδη, ιθαγενή της Αμερικής. Οι βλαστοί του φυτού φυτρώνουν άφθονοι μέσα από το έδαφος, σχηματίζοντας τούφα. Οι γ. παρουσιάζουν πλούσια… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αμμοδύτης — I (ammodytes). Γένος περτιομόρφων ψαριών της οικογένειας των αμμοδυτιδών. Ζουν στις αμμώδεις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, της θάλασσας της Μάγχης και της Μεσογείου. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 10 έως 30 εκ., ανάλογα με το είδος.… … Dictionary of Greek
κορέοψις — (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους… … Dictionary of Greek
λογχίας — λογχίας, ὁ (Μ) λογχοειδής κομήτης ή λογχοειδές μετέωρο («τῷ αὠτῷ ἔτει ἐφάνη ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῑον μέγιστον ἀπό τινων λεγόμενον σάλπιγξ, ἀπό τινων δὲ λογχίας, καὶ ἀπό τινων δοκίς», Πασχ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. ίας (πρβλ. ελικ ίας, ξιφ … Dictionary of Greek
λογχωτός — ή, ό (AM λογχωτός, ή, όν) [λόγχη] 1. αυτός που έχει στο άκρο του σιδερένια αιχμή 2. αιχμηρός σαν τη λόγχη, λογχοειδής μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από λόγχες ή είναι κοσμημένος με λόγχες («λογχωτοὶ χιτῶνες», Ιω. Λυδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek