λογχοειδής

λογχοειδής
-ές (Α λογχοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λόγχη κατά το σχήμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βοτ. το λογχοειδές
κάθε όργανο φυτού τού οποίου η μορφή θυμίζει την αιχμή δόρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -ειδής* (< εἶδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογχοειδής — like a spear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με λόγχη: Λογχοειδής απολήξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογχοειδές — λογχοειδής like a spear masc/fem voc sg λογχοειδής like a spear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαϊλαρδία — (gaillardia). Γένος ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, με περίπου 12 καλλωπιστικά είδη, ιθαγενή της Αμερικής. Οι βλαστοί του φυτού φυτρώνουν άφθονοι μέσα από το έδαφος, σχηματίζοντας τούφα. Οι γ. παρουσιάζουν πλούσια… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αμμοδύτης — I (ammodytes). Γένος περτιομόρφων ψαριών της οικογένειας των αμμοδυτιδών. Ζουν στις αμμώδεις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, της θάλασσας της Μάγχης και της Μεσογείου. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 10 έως 30 εκ., ανάλογα με το είδος.… …   Dictionary of Greek

  • κορέοψις — (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους… …   Dictionary of Greek

  • λογχίας — λογχίας, ὁ (Μ) λογχοειδής κομήτης ή λογχοειδές μετέωρο («τῷ αὠτῷ ἔτει ἐφάνη ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῑον μέγιστον ἀπό τινων λεγόμενον σάλπιγξ, ἀπό τινων δὲ λογχίας, καὶ ἀπό τινων δοκίς», Πασχ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. ίας (πρβλ. ελικ ίας, ξιφ …   Dictionary of Greek

  • λογχωτός — ή, ό (AM λογχωτός, ή, όν) [λόγχη] 1. αυτός που έχει στο άκρο του σιδερένια αιχμή 2. αιχμηρός σαν τη λόγχη, λογχοειδής μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από λόγχες ή είναι κοσμημένος με λόγχες («λογχωτοὶ χιτῶνες», Ιω. Λυδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”